- κνημίαι
- κνημίᾱͅ , κνημίαlegfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνημία — η (AM κνημία) [κνήμη] ακτίνα τροχού αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο* β) στον πληθ. αἱ κνημίαι i) τα καλύμματα τής άμαξας ii) φθορές 2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας … Dictionary of Greek